- τριβολεκτράπελος
- -ον, Αφρ. «τριβολεκτράπελα στωμύλλω» — βγάζω από το στόμα μου χυδαίους ή βάναυσους αστεϊσμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβολος «είδος φυτού, ζιζάνιο» + ἐκτράπελος «παράδοξος, τερατώδης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριβολεκτράπελα — τριβολεκτράπελος in coarse rude jests neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβολεκτράπελ' — τριβολεκτράπελα , τριβολεκτράπελος in coarse rude jests neut nom/voc/acc pl τριβολεκτράπελε , τριβολεκτράπελος in coarse rude jests masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)